- σιωπή
- η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.)2. (κατ' επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει», Σολωμ.β. «οὐδ' ἔτ' ὠρώρει βοή, ἦν μὲν σιωπή», Σοφ.)νεοελλ.1. το να μην απαντά κανείς σε επιστολή που τού έχει σταλεί και, γενικά, το να μην δίνει κανείς απάντηση γραπτή ή προφορική σε ζητήματα που τόν αφορούν («μετά από μακρά σιωπή αποφάσισα να σάς γράψω»)2. (ως επιφών.) σιωπή!σιώπησε, πάψε, σουτ!3. φρ. «η σιωπή μου προς απάντησή σου» — απαξιώ να σού απαντήσωαρχ.1. το να συνηθίζει κανείς να είναι σιωπηλός («τῷ νέῳ κόσμος ἀσφαλής ἐστιν ἡ σιωπή», Πλούτ.)2. (η δοτ. ως επίρρ.) σιωπῇα) σιωπηλά, ήσυχαβ) μυστικά, κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιωπώ].
Dictionary of Greek. 2013.